εξάχνωση

εξάχνωση
Η άμεση μετάβαση μιας ουσίας από τη στερεά κατάσταση στην αέρια. Η ε. είναι χαρακτηριστική για μερικές στερεές ουσίες, όπως η καμφορά, η ναφθαλίνη, το θείο, το ιώδιο. Αντίθετα, όταν οι ατμοί αυτών των ουσιών έρθουν σε επαφή με ψυχρά τοιχώματα, μεταβαίνουν απευθείας στη στερεά κατάσταση. Ένα κοινό παράδειγμα ε., που εφαρμόζεται ευρύτατα στη βιομηχανία για την παρασκευή πολύ καθαρών ουσιών, είναι του αεριώδους θείου, που παίρνει μορφή λεπτής σκόνης, η οποία λέγεται άνθος του θείου.
* * *
η
μετάβαση ενός σώματος από τη στερεή κατάσταση στην αέρια χωρίς να μεσολαβήσει η υγρή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχνώνω. Η λ. στον λόγιο τ. εξάχνωσις μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξάχνωση — εξάχνωση, η και εξάχνιση, η η μετατροπή στερεού σώματος απευθείας σε αέριο (σε ατμό), χωρίς δηλ. να μεσολαβήσει η υγρή κατάσταση, καθώς και η αντίστροφη μεταβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυοφιλίωση ή λυοφίλιση — Μέθοδος ξήρανσης, η οποία βασίζεται στην εξάτμιση του νερού σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και εφαρμόζεται στην επεξεργασία ουσιών που διασπώνται ή αλλοιώνονται εύκολα με τη θέρμανση. Ο όρος λ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι ουσίες που… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • απομάκρυνση — (Γεωλ.). Η επιφανειακή φθορά βραχώδους ή παγετώδους εδάφους και η μετακίνηση των λεπτόκοκκων υλικών που παράγονται από αυτή τη φυσική διαδικασία. Η απώλεια αυτή οφείλεται είτε σε μηχανική δράση (άμμος, πηλός, κροκάλες κλπ.) είτε σε χημική (ουσίες …   Dictionary of Greek

  • ατμοποίηση — Η μετάβαση ενός σώματος από τη συμπυκνωμένη φάση (υγρό ή στερεό) στην αέρια φάση (μεταβολή φάσης πρώτου είδους). Λέγεται και εξαέρωση. Α. ενός υγρού παρατηρείται σε όλες τις θερμοκρασίες (παρ’ όλα αυτά η γλυκερίνη, το θειικό οξύ και ο υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • εξαχνώνω — και εξαχνώ, όω υποβάλλω σε εξάχνωση, εξαχνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άχνη. Η λ. εξαχνώ μαρτυρείται από το 1887 στον Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek

  • μεταλδεΰδη — Κυκλικό πολυμερές της ακεταλδεΰδης, με χημικό τύπο C8H16O4 ή (C2H4O)4. Η χημική της ονομασία είναι 2,4,6,8 τετραμέθυλ 1,3,5,7 τετραοξοκυκλο οκτάνιο, ενώ εμπορικά είναι γνωστή και με την ονομασία μέτα. Πρόκειται για λευκή έως άχρωμη στερεή… …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • κορεσμός ή κόρος — Η συνθήκη κατά την οποία, ύστερα από επαρκή αύξηση ενός αιτίου, η περαιτέρω αύξησή του δεν έχει καμία επίδραση στο προκύπτον αποτέλεσμα. Κ. εκδηλώνουν πολλά φυσικά φαινόμενα. (Φυσ.) Συνθήκη των ηλεκτρικών κυκλωμάτων κατά την οποία, όταν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”